ἐπιβιβάσας

ἐπιβιβάσας
ἐπιβιβά̱σᾱς , ἐπιβιβάζω
put
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπιβιβά̱σᾱς , ἐπιβιβάζω
put
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπιβιβά̱σᾱς , ἐπιβιβάζω
put
fut part act fem acc pl (attic doric)
ἐπιβιβά̱σᾱς , ἐπιβιβάζω
put
fut part act fem gen sg (attic doric)
ἐπιβιβάσᾱς , ἐπιβιβάζω
put
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπιβιβάσᾱς , ἐπιβιβάζω
put
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”